νταρντάνα

νταρντάνα
η ядрёная баба, дородная женщина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νταρντάνα" в других словарях:

  • νταρντάνα — η 1. ναυτ. είδος ιστιοφόρου φορτηγού με ψηλή πρύμνη και πλατιά ισχία 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εύσωμη και ευτραφής γυναίκα, λεβέντισσα β) μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartana «είδος μεγάλου πλοίου»] …   Dictionary of Greek

  • νταρντάνα — η (λ. ιταλ.) 1. πλοίο μεγάλο. 2. γυναίκα χοντρή, σωματώδης, πληθωρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταρτάνα — η, Ν 1. η νταρντάνα 2. ναυτ. (παλαιότερα) ονομασία ειδικού τύπου μεγάλου αλιευτικού ιστιοφόρου τής ανατολικής Μεσογείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. νταρντάνα] …   Dictionary of Greek

  • αλογονταρντάνα — η η ασθένεια ινφλουέντζα, που προσβάλλει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + νταρντάνα] …   Dictionary of Greek

  • ψηλονταρντάνα — η, Ν ειρων. γυναίκα ψηλή και σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + νταρντάνα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»